σούρνω

σούρνω
βλ. σέρνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σούρνω — σούρνω, έσουρα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: σούρνω : χρησιμοποιείται στον προφορικό και στο λογοτεχνικό λόγο μερικές φορές με την έννοια → σέρνω. Συνηθισμένη είναι η έκφρ. τα σούρνω σε κάποιον (→ τον κατσαδιάζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σούρνω — Ν βλ. σέρνω …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα …   Dictionary of Greek

  • σουσούμι — το, Ν 1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.) 2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου 3. παρατσούκλι, παρωνύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν +… …   Dictionary of Greek

  • σούργελο — το, Ν άκλ. πρόσωπο που επισύρει τον χλευασμό ή την αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω / σούρνω + γέλιο] …   Dictionary of Greek

  • σούρτα φέρτα — τα, Ν 1. τα πηγαινέλα 2. συχνές επισκέψεις 3. μάταιη, άσκοπη ενέργεια, χαμένος κόπος («άφησε τα σούρτα φέρτα και στρώσου στη δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρ τα φέρ τα, προστακτ. τών ρ. σούρνω (βλ. λ. σέρνω) και φέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”